- ἐννεμομένους
- ἐν-νέμωdeal outpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννέμω — ἐννέμω (Α) [νέμω] 1. βόσκω αγέλη σ έναν τόπο 2. (για ζώα) βόσκω 3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ) … Dictionary of Greek